στεφανηφόρους

στεφανηφόρους
στεφανήφορος
wearing a crown
masc/fem acc pl
στεφανηφόρος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεφανηφόρος — α, ο / στεφανηφόρος, ον, ΝΜΑ, και στεφανοφόρος, ον, Α αυτός που φορεί στέφανο ή στέμμα, στεφανωμένος μσν. μτφ. αυτός που έλαβε τον στέφανο τού μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”